φωτοκαταστρεπτικός

φωτοκαταστρεπτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «φωτοκαταστρεπτικά φαινόμενα»
βοτ. τα αποτελέσματα και ο ρόλος τής ηλιακής ακτινοβολίας ως αιτίου τραυμάτων τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photodestructiv].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”